λεμφογάγγλιο(ν)

λεμφογάγγλιο(ν)
το анат. лимфатический ганглий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λεμφογάγγλιο(ν)" в других словарях:

  • λεμφογάγγλιο — το ανατ. στοιχείο τού λεμφικού συστήματος με διάμετρο 1 έως 25 χιλιοστομέτρων και με σχήμα στρογγυλό, ωοειδές ή φασιολοειδές που απαντά μεμονωμένο ή κατά ομάδες κατά μήκος τών λεμφαγγείων, αλλ. λεμφαδένας …   Dictionary of Greek

  • λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • λεμφαδένας — Ωοειδής δομή που εντοπίζεται κατά μήκος της πορείας των λεμφαγγείων. Φιλτράρει τη λέμφο (βλ. λ.) και ενεργεί ως φραγμός για την εξάπλωση μιας λοίμωξης. Η διόγκωσή του μπορεί να είναι ένδειξη τοπικής φλεγμονής, συστηματικής διαταραχής ή… …   Dictionary of Greek

  • λεμφαδενοειδής — ές ανατ. (για ιστούς) αυτός που η λεπτή υφή του θυμίζει λεμφογάγγλιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»